×
ελαιούχο φυτό
@ Eurovoc
Broader Terms
BT
φυτικό προϊόν
More specific terms
NT
αραχίδα
NT
ελαιοκράμβη
NT
ελαιούχο λίνο
NT
ελιά
NT
ηλίανθος
NT
ρίκινο
NT
σόγια
NT
σουσάμι
NT
φοινικοκάρυδο
Related terms
RT
ελαιοκαλλιέργεια
RT
ελαιουργία
RT
ελαιούχος καλλιέργεια
RT
φυτική λιπαρή ουσία
RT
φυτικό λάδι