×
χώρος εκσκαφής (ανασκαφής)
@ GEMET Thesaurus
Términos genéricos
TG
θέση (περιοχή) εξόρυξης
Términos específicos
TE
εκσκαφείσα οπή/ανασκαφέν άνοιγμα (όρυγμα)
TE
εξαντλημένο υπαίθριο ορυχείο