×
μονάδα (εργοστάσιο) που λειτουργεί με (χρησιμοποιεί) αέριο
@ GEMET Thesaurus
Broader Terms
BT
μονάδα (σταθμός) παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας (ισχύος)