×
σταθμός παραγωγής πυρηνικής ενέργειας/πυρηνικός σταθμός
@ GEMET Thesaurus
Broader Terms
BT
μονάδα (σταθμός) παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας (ισχύος)
взаимосвязанные термины
RT
πυρηνική ασφάλεια