×
διυλιστήριο
@ GEMET Thesaurus
Broader Terms
BT
βιομηχανική εγκατάσταση (μονάδα) [κτήριο]
More specific terms
NT
διυλιστήριο πετρελαίου
взаимосвязанные термины
RT
καθαρισμός