Eurovoc

μισθωτός

μισθωτός
Άτομο που εργάζεται στο δημόσιο ή στον ιδιωτικό τομέα και αμείβεται με μισθό, προμήθεια, φιλοδώρημα, με το κομμάτι ή σε είδος. Να χρησιμοποιείται εάν πρόκειται για το επαγγελματικό καθεστώς, διαφορετικά, σε ένα ευρύτερο πλαίσιο, να χρησιμοποιείται ο όρος "εργατικό δυναμικό".

Alternative terms

Broader Terms

Related terms

Date of creation
02-Jan-2011
Accepted term
02-Jan-2011
Descendant terms
0
ARK
ark:/99152/t3v902y0g7z7k5
More specific terms
0
Alternative terms
2
Related terms
1
Notes
1
Metadata
Search
  • Search μισθωτός  (Wikipedia (ES))
  • Search μισθωτός  (Google búsqueda exacta)
  • Search μισθωτός  (Google scholar)
  • Search μισθωτός  (Google images)
  • Search μισθωτός  (Google books)